φιλιστιώνειος

φιλιστιώνειος
-ον, Μ [Φιλιστίων, -ωνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φιλιστίωνα, αρχαίο Έλληνα μιμογράφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”